Τα μωρά έρχονται στον κόσμο διαθέτοντας ένα ακατέργαστο και άγουρο υλικό που αργότερα θα αποτελέσει τον «εαυτό», το «χαρακτήρα» τους. Έρχονται με ένα γενετικό αποτύπωμα και ένα μοναδικό εύρος δυνατοτήτων. Πολλά από τα συστήματά τους είναι έτοιμα να λειτουργήσουν, αλλά πολλά περισσότερα είναι ημιτελή και αναπτύσσονται μόνο με την ανθρώπινη επαφή και αλληλεπίδραση.
Οι πρώιμες εμπειρίες με το γονέα ή τον κύριο φροντιστή έχουν πολύ σημαντική επιρροή στο φυσιολογικό σύστημα και στη ψυχολογία του μωρού γιατί ακόμα δεν έχουν διαμορφωθεί και είναι πολύ ευαίσθητα. Τα συναισθήματα είναι πολύ απλά και βασικά στην αρχή. Το μωρό βιώνει καθολικά συναισθήματα δυσφορίας/ αγωνίας ή ευχαρίστησης, ενόχλησης ή ανακούφισης χωρίς να μπορεί να αναλύσει νοητικά την πληροφορία. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται γύρω του, οι ήχοι και οι μυρωδιές συνεχώς αλλάζουν και διάφορα μοτίβα αρχίζουν να αναδύονται. Σταδιακά, το μωρό αρχίζει να αναγνωρίζει τα καθημερινά χαρακτηριστικά και να τα αποθηκεύει ως εικόνες. Για παράδειγμα, μια ανακουφιστική εικόνα μπορεί να είναι μια χαμογελαστή μητέρα που έρχεται στην πόρτα, όταν το μωρό κλαίει. Μια ενοχλητική εικόνα αντίστοιχα, μπορεί να είναι μια μητέρα με εχθρικό πρόσωπο όταν εκείνο κλαίει. Το νόημα αρχίζει και διαμορφώνεται σταδιακά όσο το μωρό αρχίζει και καταλαβαίνει αν η μητέρα που έρχεται θα φέρει ευχαρίστηση ή δυσφορία ανάλογα με τη συμπεριφορά του. Σαν αποτέλεσμα, το πρώιμο συναίσθημα σχετίζεται με το κατά πόσο σπρώχνει μακριά ή ελκύει κοντά του ανθρώπους. Αυτές οι εικόνες θα γίνουν προσδοκίες αναφορικά με το συναισθηματικό κόσμο που ζει και θα το βοηθήσουν να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέλλον και πώς να ανταποκριθεί.
Ευτυχώς, οι περισσότεροι γονείς παρέχουν ενστικτωδώς αρκετή προσοχή και τρυφερότητα στα παιδιά τους και τους εξασφαλίζουν συναισθηματική ασφάλεια. Όμως, αυτό που φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό για το μωρό είναι μέχρι ποιό σημείο ο γονιός ή ο φροντιστής είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και παρών για εκείνο, κατά πόσο ανταποκρίνεται στα μηνύματά του και ρυθμίζει τις εσωτερικές του λειτουργίες. Το μωρό δεν μπορεί να το κάνει μόνο του παρά μόνο να φροντίσει για βασικά πράγματα. Πχ. Να πιπιλίσει το δάκτυλό του όταν πεινάει ή να αποστρέψει το κεφάλι του από ένα δυσφορικό ερέθισμα.
Πάραυτα, το δύσκολο με τα μωρά είναι ότι χρειάζονται αυτή τη φροντίδα σχεδόν διαρκώς για πολλούς μήνες. Οι γονείς που δεν μπορούν να σχετιστούν με το μωρό ή να το νοιώσουν, λόγω των δικών τους δυσκολιών να προσέξουν και να ρυθμίσουν τα δικά τους συναισθήματα, τείνουν να διαιωνίζουν το πρόβλημα ρύθμισης στο παιδί τους. Το μωρό δεν μπορεί να μάθει να αφουγκράζεται τα δικά του συναισθήματα και να τα διαχειρίζεται αποτελεσματικά, εάν οι γονείς του δεν το κάνουν για εκείνο αρχικά. Είναι πιθανόν επίσης, να μεγαλώσει πιστεύοντας ότι δεν πρέπει να έχει συναισθήματα εφόσον οι γονείς του δεν τα πρόσεχαν ή δεν τους ενδιέφεραν. Τα μωρά είναι πολύ ευαίσθητα στα έμμεσα μηνύματα και θα ανταποκριθούν αρχικά σε αυτά που κάνουν οι γονείς παρά σε αυτά που λένε. Όμως, αν οι γονείς αφουγκράζονται τα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού και ανταποκρίνονται σε αυτά, επαναφέροντας το συναίσθημα του «είμαι καλά», τότε τα συναισθήματα μπορούν να ρέουν και έτσι αρχίζει και τα συνειδητοποιεί. Ιδιαίτερα εάν οι γονείς ανταποκρίνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο (π.χ., «όταν κλαίω, η μαμά θα με σηκώσει», «όταν βάζει το παλτό της, θα πάμε βόλτα»), θα αρχίσουν να αναδύονται τα μοτίβα. Αυτές οι προσδοκίες-μοτίβα για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι εγγράφονται στον εγκέφαλο υποσυνείδητα κατά την παιδική ηλικία και ενισχύουν τη συμπεριφορά μας στο πως σχετιζόμαστε με τον άλλον καθόλη τη ζωή μας. Δεν συνειδητοποιούμε αυτές τις αντιλήψεις μας, αλλά είναι εκεί και βασίζονται στις πρώιμες εμπειρίες μας.
Οι γονείς χρειάζονται να είναι κατά έναν τρόπο «προπονητές» του συναισθήματος. Για να αναπτύξει όλο το ανθρώπινο συναισθηματικό δυναμικό το μωρό, οι βασικές του αντιδράσεις χρειάζονται να γίνουν συγκεκριμένα και πολύπλοκα συναισθήματα. Η «κακή» αίσθηση μπορεί να διαφοροποιηθεί σε ένα εύρος συναισθημάτων όπως, εκνευρισμός, απογοήτευση, θυμός, πόνος. Μόνο με τη βοήθεια του γονιού μπορεί να γίνει αυτή η διαφοροποίηση. Επίσης, ο γονιός χρειάζεται να βοηθήσει το μωρό να συνειδητοποιήσει τα δικά του συναισθήματα, και αυτό το κάνει καθρεπτίζοντάς το: μιλώντας του και δίνοντας έμφαση και υπερβάλλοντας λέξεις και κινήσεις, το μωρό διαπιστώνει ότι δεν είναι οι γονείς που εκφράζονται, αλλά ότι του δείχνουν τα συναισθήματά του.
Όμως, αν ο γονιός δεν αισθάνεται άνετα με τα δικά του συναισθήματα, μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικός. Αν η δική του επίγνωση για τα συναισθήματά του είναι μπλοκαρισμένη ή οι δικές του ανάγκες αποσπούν όλη την προσοχή του και τον αποσυντονίζουν, θα του είναι δύσκολο να προσέξει τα συναισθήματα του μωρού, να τους δώσει χώρο και να τα ονομάσει. Παράλληλα, οι καλές σχέσεις εξαρτώνται από το να μπορούμε να βρούμε μια ισορροπία κατανόησης και αντίληψης των δικών μας συναισθημάτων και του άλλου. Επίσης, εξαρτώνται από την ανεκτικότητα άβολων και δυσάρεστων συναισθημάτων ενώ ανταλλάσσονται με έναν άλλον άνθρωπο. Ίσως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στις σχέσεις είναι η ρύθμιση και η διαχείριση των περισσότερο «αρνητικών» συναισθημάτων, του θυμού και της επιθετικότητας.. Εάν ο γονιός δεν έχει μάθει να διαχειρίζεται αυτά τα συναισθήματα, θα έχει μεγάλες δυσκολίες να τα αντέξει στα παιδιά του (π.χ., «μη μου μιλάς έτσι!», «μη με κοιτάς έτσι!»). Έτσι, αυτά θα μάθουν να τα συγκρατούν – είτε με το να αρνούνται ότι υπάρχουν, ή με το να αποφεύγουν να τα εκφράζουν επειδή θα εκνευρίσουν το γονιό τους. Έτσι, το παιδί καταλήγει να «ρυθμίζει» του γονείς του με το να τους προστατεύει από τα συναισθήματά του. Όμως αυτά δεν εξαφανίζονται. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά αυτών των οικογενειών μαθαίνουν να φαίνονται ήρεμα και αδιάφορα, αλλά οι παλμοί της καρδιάς τους όταν μετρώνται, αυξάνονται κατακόρυφα. Ο οργανισμός τους απορυθμίζεται. Τα παιδιά αυτά, αντί να πάρουν βοήθεια ώστε να επιστρέψουν στο «φυσιολογικό» επίπεδο διέγερσης, μαθαίνουν ότι δεν μπορούν και δεν υπάρχει βοήθεια από το περιβάλλον για να ρυθμίσουν αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα. Προσπαθούν να τα καταπιέσουν ή να τα αρνηθούν την ύπαρξή τους, αλλά σπάνια το επιτυγχάνουν.
Μια άλλη κατηγορία παιδιών που μεγαλώνουν με γονείς που είναι αντιφατικοί ή ασυνεπείς στον τρόπο που ανταποκρίνονται στα συναισθήματά τους (δηλαδή, άλλες φορές νοιάζονται, άλλες αδιαφορούν), διατηρούν την προσοχή τους έντονα στραμμένη στη συναισθηματική κατάσταση του γονέα. Επιπλέον, υπερβάλλουν τη δική τους συμπεριφορά με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν την προσοχή του. Αυτή τη φορά, αντί να καταπιέσουν τα συναισθήματά τους, τα μεγαλοποιούν: δίνουν πολύ μεγάλη σημασία και έμφαση στους φόβους και στις ανάγκες τους με αποτέλεσμα να υπονομεύεται και να καθυστερείται η ανεξαρτησία τους. Ενδεχομένως, να είναι και αυτό που θέλουν υποσυνείδητα αυτοί οι γονείς, εφόσον αυτοί είναι συχνά ενήλικες που σκεπάζουν τις ανασφάλειες τους με το να αισθάνονται ότι οι άλλοι τους χρειάζονται συνεχώς: η απρόβλεπτη συμπεριφορά τους διασφαλίζει τη συνεχή προσοχή του παιδιού τους με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα πετύχει μια ικανοποιητική ανταπόκρισή τους
Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει κατά κύριο λόγο με αυτά τα δύο ανασφαλή μοντέλα συμπεριφοράς, έχουν μια πιο αδύναμη αίσθηση του εαυτού τους από αυτά που μεγαλώνουν με το ασφαλές μοντέλο. Και αυτό γιατι ο γονέας δεν τους έχει δώσει αρκετές πληροφορίες για τα συναισθήματά τους ώστε να μάθουν να τα ερμηνεύουν στον εαυτό τους και στους άλλους με αυτοπεποίθηση. Αντίθετα, προσπαθούν να προστατευτούν, είτε με το να αποσύρονται, είτε με το να εξαρτούνται υπερβολικά από τους άλλους ώστε να αποσπάσουν επιτέλους μια ικανοποιητική ανταπόκριση από αυτούς. Επιπλέον, έχουν δυσκολίες να διαχειριστούν τα έντονα συναισθήματά τους. Είτε τα απωθούν γιατι δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, είτε τα εκφράζουν έντονα και παρορμητικά χωρίς περιορισμούς και χωρίς σεβασμό για τα συναισθήματα του άλλου.
Συμπερασματικά, τα παιδιά μαθαίνουν αυτά τα συναισθηματικά μοτίβα κατά την παιδική ηλικία, ξεκινώντας από του πρώτους μήνες της ζωής. Είναι σημαντικό ο γονέας να αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι οι πρώιμες εμπειρίες μας στην πραγματικότητα έχουν πολύ περισσότερη σχέση με τον ενήλικο εαυτό μας από ότι μπορούμε να αντιληφθούμε. Οι ποιότητες ενός αρκετά «καλού» γονέα (και των κοντινών σχέσεων γενικότερα) είναι κυρίως «ρυθμιστικές»: η ικανότητα να ακούει, να προσέχει, να διαμορφώνει συμπεριφορές και να μπορεί να αποκαταστήσει θετικά συναισθήματα μέσω κάποιου είδους σωματικής, συναισθηματικής ή νοητικής επαφής, π.χ., ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο, βάζοντας συναισθήματα και σκέψεις σε λόγια. Με αυτό τον τρόπο το παιδί καταλαβαίνει ότι το ακούνε και το βλέπουνε. Πρόκειται για ένα χορό αμοιβαίας ανταπόκρισης ο οποίος πραγματοποιείται υποσυνείδητα και τις περισσότερες φορές, αβίαστα. Μέσω αυτού, κτίζεται ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την άμπωτη και την παλίρροια των συναισθημάτων μας και τις σχέσεις μας. Στην κουλτούρα και στους ρυθμούς που ζούμε, η πρόκληση φαντάζει να είναι να δώσουμε ποιότητα στον χρόνο που χρειάζεται αυτός ο χορός με τα παιδιά μας, αλλά και να ξεκινήσουμε να αφουγκραζόμαστε το παιδί μέσα μας και τις ανεκπλήρωτες ανάγκες του.