Μέχρι πολύ πρόσφατα, και ίσως ακόμα, το να πάσχει κάποιος άνθρωπος από ψυχική διαταραχή θεωρείται στίγμα τόσο για τον ίδιο όσο και για το οικογενειακό του περιβάλλον. Εκτός αυτού, συνήθως πέφτει όλο το βάρος και η φροντίδα στον άνθρωπο που πάσχει και παραμελείται ο άνθρωπος ή ο κύκλος (αν είναι τυχερός ο κύριος φροντιστής) που τον φροντίζει. Επίσης, θεωρείται δεδομένο οτι έχουν την απεριόριστη δύναμη και υπομονή να είναι εκεί άγρυπνοι φροντιστές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο φροντιστής να βιώνει μεταξύ άλλων, υψηλά επίπεδα άγχους, κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά συμπτώματα που δυσχεραίνουν την καθημερινότητά του, μελαγχολία και μεγάλη σωματική και ψυχική κούραση. Καταλήγει να ξεχνάει τον εαυτό του, να χάνονται οι προτεραιότητές του, να θυμώνει στον πάσχοντα και να παθαίνει το λεγόμενο «burnout» . Επιπλέον, νοιώθει ενοχές γι αυτό και κλείνεται τελικά περισσότερο στον εαυτό του. Οπότε αυτή η πραγματικότητα μας αφήνει με το ερώτημα του τι πρέπει να κάνουμε όταν ένας κοντινός μας άνθρωπος (γονέας, σύντροφος, παιδί) πάσχει από ψυχική διαταραχή και έχουμε αναλάβει τη φροντίδα του.
Για να αρχίσουμε να απαντάμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να καταλάβουμε τι ορίζεται ως ψυχική διαταραχή. Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών διαταραχών, η ψυχική διαταραχή είναι ένα κλινικά σημαντικό ψυχολογικό ή/και συμπεριφοριστικό σύνδρομο που παρουσιάζει το άτομο και συνδέεται με πόνο και αγωνία ή/και με ανικανότητα (κάκωση, δυσκολία, αβαρία σε μία ή περισσότερες ανθρώπινες λειτουργίες) ή/και με σοβαρή πιθανότητα θανάτου, βιώματος πόνου, αναπηρίας ή απώλεια ελευθερίας. Οπότε, αρχικά, ο φροντιστής χρειάζεται να πληροφορηθεί τι είναι η συγκεκριμένη διαταραχή, ποια είναι τα συμπτώματα που θα αντιμετωπίσει, τι εναλλακτικές θεραπείας υπάρχουν. Πολύ συχνά όμως, πνίγεται και κουράζεται τόσο πολύ από την καθημερινή φροντίδα που προσφέρει που αδυνατεί να ψάξει για πληροφορίες. Σε άλλη περίπτωση, ο φροντιστής μπορεί να μην θέλει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι ένας άνθρωπός του πάσχει (όσο κοντινότερος ο πάσχων, τόσο πιο δύσκολο είναι για το φροντιστή) και αρνείται είτε να πληροφορηθεί είτε ακόμα και να πάει σε κάποιο ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Και οι δύο περιπτώσεις είναι πολύ ανθρώπινες. Όμως, τελικά η γνώση είναι δύναμη. Όσο καλύτερα και πληρέστερα ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε, τόσο αποτελεσματικότερα και πιο ευέλικτα μπορούμε να δράσουμε. Σε αυτή τη φάση, οι άνθρωποι που περιβάλλουν το φροντιστή καλούνται να βοηθήσουν: να ψάξουν για πληροφορίες, να ενημερωθούν και να ενημερώσουν.
Επίσης, ο φροντιστής χρειάζεται να προστατεύει και να φροντίζει τη δική του ψυχική υγεία. Εάν ο πάσχων είναι γονιός είναι πιθανό ο φροντιστής να έχει μάθει να ερμηνεύει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια του πάσχοντα γονιού. Πρόκειται για μια πραγματικότητα διαστρεβλωμένη, χρωματισμένη από την εκάστοτε διαταραχή και άρα βεβαρημένη. Επιπλέον, σε αυτήν την περίπτωση είναι συχνή η αγωνία του φροντιστή για το αν ο ίδιος θα εκδηλώσει τη συγκεκριμένη διαταραχή ή όχι μεγαλώνοντας. Οπότε είτε πρόκειται για γονιό που πάσχει είτε όχι, είναι καλό ο φροντιστής να έχει ψυχολογική/ψυχοθεραπευτική υποστήριξη. Τόσο οι καθημερινές δυσκολίες, αδιέξοδα, απογοητεύσεις όσο και τα προσωπικά άγχη, σκέψεις, συναισθήματα χρειάζονται να εκφράζονται σε ένα ασφαλές πλαίσιο που δεν λογοκρίνει, αλλά ακούει, δίνει γνώση, υποστηρίζει και εμπεριέχει. Ταυτόχρονα, αν και περιορισμένες στην Ελλάδα, υπάρχουν ομάδες υποστήριξης που αποτελούνται από συγγενείς- φίλους ατόμων που πάσχουν από διαφόρων ειδών διαταραχές (για κάποιες από αυτές, μπορείτε να επισκεφτείτε: http://www.obrela.gr/helplines.htm). Σε αυτές δίνονται πληροφορίες, ανταλλάσσονται εμπειρίες, σκέψεις, συναισθήματα. Συμμετέχοντας κάποιος, νοιώθει να υπάρχει γύρω του ένα, πλαίσιο-δίκτυο υποστήριξης. Παράλληλα, είναι αναγκαίο ο φροντιστής να βρει ή να συνεχίσει να κάνει κάτι που τον “τρέφει” συναισθηματικά και του δίνει κουράγιο να συνεχίζει. Αυτό σημαίνει καταρχήν να έχει εξασφαλίσει τη βοήθεια κάποιου τρίτου προσώπου κατά τη διάρκεια που θα λείπει και ίσως για κάποιες επιπλέον ώρες. Όμως είναι αναγκαίο και θέμα επιβίωσης πια να έχει μια ενασχόληση που θα του υπενθυμίζει οτι έχει και άλλες ρόλους εκτός από φροντιστής και οτι υπάρχει ζωή “εκεί έξω”.
Τέλος, ένα θέμα που αγγίζει μια πιο πνευματική διάσταση είναι το “γιατί συμβαίνει αυτό;”. Πρόκειται για μια ανθρώπινη ερώτηση που τίθεται κυρίως σε στιγμές μεγάλης κούρασης, απόγνωσης και αγανάκτησης. Γιατί συμβαίνει αυτό στον άνθρωπο που υποφέρει ή γιατί συμβαίνει στην εκάστοτε οικογένεια ή φροντιστή; Παραμένει γεγονός οτι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να εξηγήσει τα γεγονότα παρά μόνο παραθέτοντας, συγκρίνοντας πληροφορίες, χρησιμοποιώντας χειροπιαστά κριτήρια, αξιολογώντας το παρελθόν, το παρόν και το συνεχώς εξελισσόμενο μέλλον. Οπότε στο “γιατί” μπορεί πιθανόν να δώσει μια επιστημονική εξήγηση, αλλά όχι υπαρξιακή που να καταπραΰνει την καρδιά. Και επειδή ακριβώς ακόμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι έχουν ανάγκη να μάθουν ο πάσχων και ο φροντιστής σε επίπεδο ψυχής, συχνά δεν ωφελεί να ρωτάμε. Αυτό ίσως περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα και σπάνια μας δίνει μια ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να κινούμαστε μπροστά. Να αναρωτιόμαστε τι πιθανώς έχουμε να μάθουμε από αυτήν την εμπειρία η οποία δεν είναι τιμωρία, όπως αρκετοί θα εκλαμβάνουν. Να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερο κάθε στιγμή, να ζητάμε και να παίρνουμε βοήθεια όταν μας δίνεται και να προσπαθούμε να μην χάνουμε την καλοσύνη προς εμάς και τον άνθρωπο που υποφέρει. Τότε το “γιατί” ενδεχομένως να μας αποκαλύπτεται καθημερινά και να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και συν-ανθρώπους.